- ἐρωτηματική
- ἐρωτηματικόςinterrogativefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… … Pierer's Universal-Lexikon
δα — (I) δᾱ (Α) επιφωνηματική λέξη στην τραγωδία, που εκφράζει τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για επιφωνηματική λ. με ευρεία χρήση στα χορικά τών Τραγικών. Κατ άλλους, ίσως είναι δωρικός τ. τής λ. γα (πρβλ. Δημήτηρ < Δᾱμᾱτηρ,… … Dictionary of Greek
μήποτε — (ΑΜ μήποτε, Α και μή ποτε και ιων. τ. μήκοτε, Μ και μήποτες) 1. (ως επίρρ. με απαγορευτική σημ.) με κανέναν τρόπο, για κανέναν λόγο («ὡς Ζεὺς μήποτ ἄρξειεν θεῶν», Αισχύλ.) 2. (ως σύνδ. με ερωτηματική σημ.) μήπως («αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν...… … Dictionary of Greek
οπηλίκος — ὁπηλίκος, η, ον (Α) (σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο μεγάλος ή μικρός («καθ ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα διαιρετέον αὐτούς», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁπηλίκος έχει σχηματιστεί από το θ. *yo τής αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ … Dictionary of Greek
οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… … Dictionary of Greek
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek
πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
Αξελός, Κώστας — (Αθήνα 1924 –). Φιλόσοφος και πανεπιστημιακός. Πήρε μέρος στην Αντίσταση και στην πρώτη φάση του Εμφυλίου. Μετά τα Δεκεμβριανά συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας συνελήφθη εκ νέου,… … Dictionary of Greek